πενθώ

πενθώ
(ε) μετ. , αμετ.
1) быть в трауре; 2) носить траур

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "πενθώ" в других словарях:

  • πενθώ — πενθῶ, έω, ΝΜΑ [πένθος] 1. κατέχομαι από βαθιά ψυχική οδύνη και θρηνώ για μια μεγάλη συμφορά και, κυρίως, για τον θάνατο προσφιλούς προσώπου («νέκυν πενθῆσαι», Ομ. Ιλ.) 2. έχω πένθος, είμαι σε πένθος 3. φέρω τα εξωτερικά σημάδια τού πένθους… …   Dictionary of Greek

  • πενθώ — πενθώ, πένθησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πενθώ — πένθησα 1. έχω πένθος. 2. πενθοφορώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πενθῶ — πενθέω bewail pres subj act 1st sg (attic epic doric) πενθέω bewail pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπενθώ — έω, Α [πενθῶ] 1. πενθώ κάποιον ή κάτι μαζί με κάποιον άλλον («οὐ συμπενθήσοντες τοὺς τεθνεῶτας ἀλλὰ συνηδόμενοι ταῑς ἡμετέραις συμφοραῑς», Iσοκρ.) 2. (αμτθ.) πενθώ μαζί με κάποιον 3. (απολ.) μετέχω σε γενικό πένθος …   Dictionary of Greek

  • αποπενθώ — ἀποπενθῶ ( έω) (Α) 1. πενθώ, θρηνώ κάποιον 2. παύω να πενθώ, ξεπενθώ …   Dictionary of Greek

  • λευγαλέος — λευγαλέος, α, ον (Α) 1. (για πρόσ.) δυστυχής, αξιολύπητος («πτωχῷ λευγαλέῳ ἐναλίγκιον ἠδὲ γέροντι», Ομ. Οδ.) 2. (για καταστάσεις ή αφηρημένες έννοιες) οικτρός, θλιβερός, λυπηρός («λευγαλεῷ θανάτῳ», Ομ. Οδ.) 3. (για αντικείμενα) άθλιος, ελεεινός… …   Dictionary of Greek

  • ήκω — ἥκω (AM) (ο ενεστ. ήκω με σημ. παρακμ., ο πρτ. ήκον με σημ. υπερσυντ. και ο μέλλ. ήξω με σημ. συντελ. μέλλ.) 1. έχω έλθει, έχω φθάσει, είμαι παρών (α. «οὔπω ἥκει ἡ ὥρα μου», ΚΔ β. «ἥκασι καιροί τῆς ἀνταποδόσεως», Νικ. Χων.) 2. εξαρτώμαι από… …   Dictionary of Greek

  • αποθρηνώ — ἀποθρηνῶ ( έω) (Α) θρηνολογώ, πενθώ …   Dictionary of Greek

  • βάφω — και βάφτω (AM βάπτω) 1. εμβαπτίζω, βυθίζω κάτι σε νερό ή άλλο υγρό (α. «έβαψα το ψωμί μου στο λάδι» β. «βάπτω εἰς ὕδωρ» γ.»βάπτω τἄρια θερμῷ» βυθίζω τα μαλλιά σε ζεστό νερό) 2. (για σιδερένιο ή άλλα εργαλείο) σκληρύνω, στομώνω («βάφω το σκεπάρνι» …   Dictionary of Greek

  • βαρυπένθητος — βαρυπένθητος, ον (Α) αυτός που έχει βαρύ πένθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + πενθητος < πενθώ ( έω) < πένθος] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»